πρεσβυγενής — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενῆ — πρεσβυγενής first born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρεσβυγενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρεσβυγενής first born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενεστέρων — πρεσβυγενής first born fem gen comp pl πρεσβυγενής first born masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενεῖ — πρεσβυγενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρεσβυγενής first born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενεῖς — πρεσβυγενής first born masc/fem acc pl πρεσβυγενής first born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενές — πρεσβυγενής first born masc/fem voc sg πρεσβυγενής first born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενέας — πρεσβυγενής first born masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
πρεσβυγένεθλος — ον, Α πρεσβυγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αριστο γένεθλος] … Dictionary of Greek
πρεσβυγένεια — η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α [πρεσβυγενής] η ιδιότητα τού πρεσβυγενούς, τού πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια … Dictionary of Greek